Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

διάργεμος
διάρδω
διάρημα
διαρθρέω
διαρθρόω
διάρθρωσις
διαρθρωτέον
διαρθρωτικός
διαριθμέω
διαρίθμησις
διαριθμητικός
διάρινον
διάριον
διαρίπτω
διαριστάομαι
διαριστεύομαι
διάρκεια
διαρκέω
διαρκής
διαρκούντως
δίαρμα
View word page
διαριθμητικός
διᾰριθμ-ητικός,
A). v.l. for διαρθρωτικός , Epict. Ench. 52 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
διαριθμητικός
Headword (normalized):
διαριθμητικός
Headword (normalized/stripped):
διαριθμητικος
IDX:
25700
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-25701
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">διᾰριθμ-ητικός</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v.l. for <span class="ref greek">διαρθρωτικός</span> , <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0557.tlg002.perseus-grc1:52" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0557.tlg002.perseus-grc1:52/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Epict.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">Ench.</span> 52 </a>.</div> </div><br><br>'}