Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

διαπύρωσις
διάπυστος
διαπυτίζω
διαπωλέω
διαπωρόομαι
διαράομαι
διαραπισμός
διαράσσω
διάργεμος
διάρδω
διάρημα
διαρθρέω
διαρθρόω
διάρθρωσις
διαρθρωτέον
διαρθρωτικός
διαριθμέω
διαρίθμησις
διαριθμητικός
διάρινον
διάριον
View word page
διάρημα
διάρημα, ατος, τό,
A). = λέμβος , Procop. Aed. 6.1 (pl.).


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
διάρημα
Headword (normalized):
διάρημα
Headword (normalized/stripped):
διαρημα
IDX:
25692
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-25693
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">διάρημα</span>, <span class="itype greek">ατος</span>, <span class="gen greek">τό</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">λέμβος</span> , <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg4029.tlg003:6:1" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg4029.tlg003:6.1/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Procop.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">Aed.</span> 6.1 </a> (pl.).</div> </div><br><br>'}