Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

διαπυρσεύω
διαπύρσιος
διαπύρωσις
διάπυστος
διαπυτίζω
διαπωλέω
διαπωρόομαι
διαράομαι
διαραπισμός
διαράσσω
διάργεμος
διάρδω
διάρημα
διαρθρέω
διαρθρόω
διάρθρωσις
διαρθρωτέον
διαρθρωτικός
διαριθμέω
διαρίθμησις
διαριθμητικός
View word page
διάργεμος
διάργεμος, ον,
A). flecked with white, Babr. 85.15 .


ShortDef

fleckt with white

Debugging

Headword:
διάργεμος
Headword (normalized):
διάργεμος
Headword (normalized/stripped):
διαργεμος
IDX:
25690
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-25691
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">διάργεμος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">flecked with white,</span> <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0614.tlg001:85:15" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0614.tlg001:85.15/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Babr.</span> 85.15 </a>.</div> </div><br><br>'}