Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
διαπυρπαλαμάω
διάπυρρος
διαπυρσεύω
διαπύρσιος
διαπύρωσις
διάπυστος
διαπυτίζω
διαπωλέω
διαπωρόομαι
διαράομαι
διαραπισμός
διαράσσω
διάργεμος
διάρδω
διάρημα
διαρθρέω
διαρθρόω
διάρθρωσις
διαρθρωτέον
διαρθρωτικός
διαριθμέω
View word page
διαραπισμός
διαρᾰπισμός
,
ὁ
,
A).
scourging,
prob. in
POxy.
1873
(v A. D.).
ShortDef
scourging
Debugging
Headword:
διαραπισμός
Headword (normalized):
διαραπισμός
Headword (normalized/stripped):
διαραπισμος
IDX:
25688
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-25689
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">διαρᾰπισμός</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">scourging,</span> prob. in <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">POxy.</span> 1873 </span> (v A. D.).</div> </div><br><br>'}