Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
διάπυος
διαπυόω
διαπυριάομαι
διαπυρίζω
διαπύρινα
διαπυρόομαι
διάπυρος
διαπυρπαλαμάω
διάπυρρος
διαπυρσεύω
διαπύρσιος
διαπύρωσις
διάπυστος
διαπυτίζω
διαπωλέω
διαπωρόομαι
διαράομαι
διαραπισμός
διαράσσω
διάργεμος
διάρδω
View word page
διαπύρσιος
διαπύρσιος·
μέγας, διαβόητος,
Hsch.
:—also
διαπύρσιον·
μέγα, διαπορεύσιμον, ἐξάκουστον
(i.e.
διαπρύσιον
)
, κτλ.,
Cyr.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
διαπύρσιος
Headword (normalized):
διαπύρσιος
Headword (normalized/stripped):
διαπυρσιος
IDX:
25681
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-25682
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">διαπύρσιος·</span> <span class="foreign greek">μέγας, διαβόητος,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span></span>:—also <span class="orth greek">διαπύρσιον·</span> <span class="foreign greek">μέγα, διαπορεύσιμον, ἐξάκουστον</span> (i.e. <span class="foreign greek">διαπρύσιον</span>)<span class="foreign greek">, κτλ.,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Cyr.</span> </span> </div><br><br>'}