Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

διαπυητικός
διαπυΐσκομαι
διάπυκνος
διαπυκτεύω
διαπύλιον
διαπυνθάνομαι
διάπυος
διαπυόω
διαπυριάομαι
διαπυρίζω
διαπύρινα
διαπυρόομαι
διάπυρος
διαπυρπαλαμάω
διάπυρρος
διαπυρσεύω
διαπύρσιος
διαπύρωσις
διάπυστος
διαπυτίζω
διαπωλέω
View word page
διαπύρινα
διαπῠ/ρ-ινα, τά,
A). cautery irons, Gal. 18(1).376 .


ShortDef

cautery irons

Debugging

Headword:
διαπύρινα
Headword (normalized):
διαπύρινα
Headword (normalized/stripped):
διαπυρινα
IDX:
25675
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-25676
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">διαπῠ/ρ-ινα</span>, <span class="gen greek">τά</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">cautery irons,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Gal.</span> 18(1).376 </span>.</div> </div><br><br>'}