Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

διαπύημα
διαπύησις
διαπυητικός
διαπυΐσκομαι
διάπυκνος
διαπυκτεύω
διαπύλιον
διαπυνθάνομαι
διάπυος
διαπυόω
διαπυριάομαι
διαπυρίζω
διαπύρινα
διαπυρόομαι
διάπυρος
διαπυρπαλαμάω
διάπυρρος
διαπυρσεύω
διαπύρσιος
διαπύρωσις
διάπυστος
View word page
διαπυριάομαι
διαπῠρ-ιάομαι, Pass.,
A). to be thoroughly heated, Hp. Steril. 234 .


ShortDef

to be thoroughly heated

Debugging

Headword:
διαπυριάομαι
Headword (normalized):
διαπυριάομαι
Headword (normalized/stripped):
διαπυριαομαι
IDX:
25673
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-25674
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">διαπῠρ-ιάομαι</span>, Pass., <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">to be thoroughly heated,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hp.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">Steril.</span> 234 </span>.</div> </div><br><br>'}