Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

διαπτυχή
διαπτύω
διάπτωμα
διάπτωσις
διαπυδαρίζω
διαπυέω
διαπύημα
διαπύησις
διαπυητικός
διαπυΐσκομαι
διάπυκνος
διαπυκτεύω
διαπύλιον
διαπυνθάνομαι
διάπυος
διαπυόω
διαπυριάομαι
διαπυρίζω
διαπύρινα
διαπυρόομαι
διάπυρος
View word page
διάπυκνος
διάπυκνος, ον,
A). v.l. for διάκοιλος in Dsc. 4.114 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
διάπυκνος
Headword (normalized):
διάπυκνος
Headword (normalized/stripped):
διαπυκνος
IDX:
25667
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-25668
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">διάπυκνος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v.l. for <span class="ref greek">διάκοιλος</span> in <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Dsc.</span> 4.114 </span>.</div> </div><br><br>'}