Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

διάπτυξις
διαπτύσσω
διαπτυχή
διαπτύω
διάπτωμα
διάπτωσις
διαπυδαρίζω
διαπυέω
διαπύημα
διαπύησις
διαπυητικός
διαπυΐσκομαι
διάπυκνος
διαπυκτεύω
διαπύλιον
διαπυνθάνομαι
διάπυος
διαπυόω
διαπυριάομαι
διαπυρίζω
διαπύρινα
View word page
διαπυητικός
διαπῡ-ητικός, , όν,
A). promoting suppuration, Gal. 11.118 .


ShortDef

promoting suppuration

Debugging

Headword:
διαπυητικός
Headword (normalized):
διαπυητικός
Headword (normalized/stripped):
διαπυητικος
IDX:
25665
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-25666
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">διαπῡ-ητικός</span>, <span class="itype greek">ή</span>, <span class="itype greek">όν</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">promoting suppuration,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Gal.</span> 11.118 </span>.</div> </div><br><br>'}