Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
διαπρίωσις
διαπριωτός
διαπρό
διάπροθι
διαπροστατεύω
διαπρύσιος
διαπταίω
διαπτερόω
διαπτερύσσομαι
διαπτέρωσις
διαπτίσσω
διαπτοέω
διαπτόησις
διάπτυξις
διαπτύσσω
διαπτυχή
διαπτύω
διάπτωμα
διάπτωσις
διαπυδαρίζω
διαπυέω
View word page
διαπτίσσω
διαπτίσσω
, aor. inf.
-πτίσαι,
A).
winnow, sift,
EM
125.43
.
ShortDef
winnow, sift
Debugging
Headword:
διαπτίσσω
Headword (normalized):
διαπτίσσω
Headword (normalized/stripped):
διαπτισσω
IDX:
25652
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-25653
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">διαπτίσσω</span>, aor. inf. <span class="foreign greek">-πτίσαι,</span> <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">winnow, sift,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">EM</span> 125.43 </span>.</div> </div><br><br>'}