Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

διαπρεπής
διαπρεπόντως
διαπρέπω
διαπρεσβεία
διαπρεσβεύομαι
διαπρέσβευσις
διαπρηστεύω
διαπρίζω
διάπριστος
διαπρίω
διαπρίωσις
διαπριωτός
διαπρό
διάπροθι
διαπροστατεύω
διαπρύσιος
διαπταίω
διαπτερόω
διαπτερύσσομαι
διαπτέρωσις
διαπτίσσω
View word page
διαπρίωσις
διαπρί-ωσις [ρῑ], εως, ,
A). sawing up into planks, SIG 248 N 8 (Delph., iv B. C.).


ShortDef

sawing up

Debugging

Headword:
διαπρίωσις
Headword (normalized):
διαπρίωσις
Headword (normalized/stripped):
διαπριωσις
IDX:
25642
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-25643
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">διαπρί-ωσις</span> <span class="pron greek">[ρῑ]</span>, <span class="itype greek">εως</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">sawing up</span> into planks, <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">SIG</span> 248 </span> <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">N</span> 8 </span> (Delph., iv B. C.).</div> </div><br><br>'}