Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

διάπρασις
διαπράσσω
διαπραΰνω
διαπρέπεια
διαπρεπής
διαπρεπόντως
διαπρέπω
διαπρεσβεία
διαπρεσβεύομαι
διαπρέσβευσις
διαπρηστεύω
διαπρίζω
διάπριστος
διαπρίω
διαπρίωσις
διαπριωτός
διαπρό
διάπροθι
διαπροστατεύω
διαπρύσιος
διαπταίω
View word page
διαπρηστεύω
διαπρηστεύω,
A). v. διαδρηστεύω.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
διαπρηστεύω
Headword (normalized):
διαπρηστεύω
Headword (normalized/stripped):
διαπρηστευω
IDX:
25638
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-25639
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">διαπρηστεύω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">διαδρηστεύω.</span> </div> </div><br><br>'}