διαπρέπω
διαπρέπ-ω,
A). appear prominent or conspicuous, strike the eye, , 351 O. 1.2 ; διαπρέπον κακόν Pers. 1007 (lyr.).
2). to be eminent, ἔν τινι AP 9.513 ( ); ἐπί τινι Salt. 9 , cf. ; 68.6 κάλλει, ὥρας ἀκμῇ, , 2.771e : c. gen., 42.34 δ. πάντων ἀψυχία Alc. 642 .
II). c. acc. rei, adorn, Fr. 185 .