Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

διαποσῴζω
διαπραγματεύομαι
διαπρακτέος
διαπρακτικός
διάπραξις
διάπρασις
διαπράσσω
διαπραΰνω
διαπρέπεια
διαπρεπής
διαπρεπόντως
διαπρέπω
διαπρεσβεία
διαπρεσβεύομαι
διαπρέσβευσις
διαπρηστεύω
διαπρίζω
διάπριστος
διαπρίω
διαπρίωσις
διαπριωτός
View word page
διαπρεπόντως
διαπρεπ-όντως,
A). remarkably, Sch. E. Or. 1483 .


ShortDef

remarkably

Debugging

Headword:
διαπρεπόντως
Headword (normalized):
διαπρεπόντως
Headword (normalized/stripped):
διαπρεποντως
IDX:
25633
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-25634
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">διαπρεπ-όντως</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">remarkably,</span> Sch.<a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0006.tlg016.perseus-grc1:1483" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0006.tlg016.perseus-grc1:1483/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">E.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">Or.</span> 1483 </a>.</div> </div><br><br>'}