Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

διαποστέλλω
διαποστολή
διαποσῴζω
διαπραγματεύομαι
διαπρακτέος
διαπρακτικός
διάπραξις
διάπρασις
διαπράσσω
διαπραΰνω
διαπρέπεια
διαπρεπής
διαπρεπόντως
διαπρέπω
διαπρεσβεία
διαπρεσβεύομαι
διαπρέσβευσις
διαπρηστεύω
διαπρίζω
διάπριστος
διαπρίω
View word page
διαπρέπεια
διαπρέπ-εια, ,
A). magnificence, Aq. Ps. 28(29).2 ,al.


ShortDef

magnificence

Debugging

Headword:
διαπρέπεια
Headword (normalized):
διαπρέπεια
Headword (normalized/stripped):
διαπρεπεια
IDX:
25631
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-25632
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">διαπρέπ-εια</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">magnificence,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Aq.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">Ps.</span> 28(29).2 </span>,al.</div> </div><br><br>'}