Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

διαπόρθμιος
διαπορίαι
διαπορίζω
διαπορπακίζω
διαπόρφυρος
διαποστέλλω
διαποστολή
διαποσῴζω
διαπραγματεύομαι
διαπρακτέος
διαπρακτικός
διάπραξις
διάπρασις
διαπράσσω
διαπραΰνω
διαπρέπεια
διαπρεπής
διαπρεπόντως
διαπρέπω
διαπρεσβεία
διαπρεσβεύομαι
View word page
διαπρακτικός
διαπρακτ-ικός, , όν,
A). effective, operative, Dam. Pr. 34 .


ShortDef

effective, operative

Debugging

Headword:
διαπρακτικός
Headword (normalized):
διαπρακτικός
Headword (normalized/stripped):
διαπρακτικος
IDX:
25626
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-25627
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">διαπρακτ-ικός</span>, <span class="itype greek">ή</span>, <span class="itype greek">όν</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">effective, operative,</span> <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg4066.tlg003:34" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg4066.tlg003:34/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Dam.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">Pr.</span> 34 </a>.</div> </div><br><br>'}