Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

διαπορητικός
διαπορθέω
διαπορθμεύω
διαπόρθμιος
διαπορίαι
διαπορίζω
διαπορπακίζω
διαπόρφυρος
διαποστέλλω
διαποστολή
διαποσῴζω
διαπραγματεύομαι
διαπρακτέος
διαπρακτικός
διάπραξις
διάπρασις
διαπράσσω
διαπραΰνω
διαπρέπεια
διαπρεπής
διαπρεπόντως
View word page
διαποσῴζω
διαποσῴζω,
A). carry safe through, Arr. Ind. 37.5 .


ShortDef

carry safe through

Debugging

Headword:
διαποσῴζω
Headword (normalized):
διαποσῴζω
Headword (normalized/stripped):
διαποσωζω
IDX:
25623
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-25624
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">διαποσῴζω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">carry safe through,</span> <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0074.tlg002:37:5" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0074.tlg002:37.5/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Arr.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">Ind.</span> 37.5 </a>.</div> </div><br><br>'}