Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

διαπορέω
διαπόρημα
διαπόρησις
διαπορητέον
διαπορητικός
διαπορθέω
διαπορθμεύω
διαπόρθμιος
διαπορίαι
διαπορίζω
διαπορπακίζω
διαπόρφυρος
διαποστέλλω
διαποστολή
διαποσῴζω
διαπραγματεύομαι
διαπρακτέος
διαπρακτικός
διάπραξις
διάπρασις
διαπράσσω
View word page
διαπορπακίζω
διαπορπᾱκίζω, aor. inf. -κίξαι,
A). put the hand through the πόρπαξ, Hsch.


ShortDef

put the hand through the πόρπαξ

Debugging

Headword:
διαπορπακίζω
Headword (normalized):
διαπορπακίζω
Headword (normalized/stripped):
διαπορπακιζω
IDX:
25619
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-25620
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">διαπορπᾱκίζω</span>, aor. inf. <span class="foreign greek">-κίξαι,</span> <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">put the hand through the</span> <span class="foreign greek">πόρπαξ,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div> </div><br><br>'}