Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

διαπορεύω
διαπορέω
διαπόρημα
διαπόρησις
διαπορητέον
διαπορητικός
διαπορθέω
διαπορθμεύω
διαπόρθμιος
διαπορίαι
διαπορίζω
διαπορπακίζω
διαπόρφυρος
διαποστέλλω
διαποστολή
διαποσῴζω
διαπραγματεύομαι
διαπρακτέος
διαπρακτικός
διάπραξις
διάπρασις
View word page
διαπορίζω
διαπορίζω,
A). furnish, render, POxy. 977 (iii A. D.).


ShortDef

furnish, render

Debugging

Headword:
διαπορίζω
Headword (normalized):
διαπορίζω
Headword (normalized/stripped):
διαποριζω
IDX:
25618
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-25619
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">διαπορίζω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">furnish, render,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">POxy.</span> 977 </span> (iii A. D.).</div> </div><br><br>'}