Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
διαπονέω
διαπόνημα
διαπονηρεύομαι
διαπόνησις
διαπονητότατα
διάπονος
διαπόντιος
[διαπο]ντοπλανής
διαπορεία
διαπορεύσιμος
διαπόρευσις
διαπορευτός
διαπορεύω
διαπορέω
διαπόρημα
διαπόρησις
διαπορητέον
διαπορητικός
διαπορθέω
διαπορθμεύω
διαπόρθμιος
View word page
διαπόρευσις
διαπόρ-ευσις
,
εως
,
ἡ
,
A).
gloss on
διαπορεία
,
Suid.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
διαπόρευσις
Headword (normalized):
διαπόρευσις
Headword (normalized/stripped):
διαπορευσις
IDX:
25606
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-25607
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">διαπόρ-ευσις</span>, <span class="itype greek">εως</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> gloss on <span class="ref greek">διαπορεία</span> , <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Suid.</span> </span> </div> </div><br><br>'}