Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

διαπονδαρίζει
διαπονέω
διαπόνημα
διαπονηρεύομαι
διαπόνησις
διαπονητότατα
διάπονος
διαπόντιος
[διαπο]ντοπλανής
διαπορεία
διαπορεύσιμος
διαπόρευσις
διαπορευτός
διαπορεύω
διαπορέω
διαπόρημα
διαπόρησις
διαπορητέον
διαπορητικός
διαπορθέω
διαπορθμεύω
View word page
διαπορεύσιμος
διαπορ-εύσιμος,
A). gloss on διαπρύσιος , Sch. Il. 8.227 , Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
διαπορεύσιμος
Headword (normalized):
διαπορεύσιμος
Headword (normalized/stripped):
διαπορευσιμος
IDX:
25605
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-25606
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">διαπορ-εύσιμος</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> gloss on <span class="ref greek">διαπρύσιος</span> , Sch.<a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0012.tlg001.perseus-grc1:8:227" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0012.tlg001.perseus-grc2:8.227/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Il.</span> 8.227 </a>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div> </div><br><br>'}