Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

διαπόλλυμι
διαπομπεύω
διαπομπή
διαπόμπησις
διαπόμπιμος
διαπονδαρίζει
διαπονέω
διαπόνημα
διαπονηρεύομαι
διαπόνησις
διαπονητότατα
διάπονος
διαπόντιος
[διαπο]ντοπλανής
διαπορεία
διαπορεύσιμος
διαπόρευσις
διαπορευτός
διαπορεύω
διαπορέω
διαπόρημα
View word page
διαπονητότατα
διαπον-ητότατα, Adv. Sup.,
A). most elaborately, dub. l. in Id. 2.20 .


ShortDef

most elaborately

Debugging

Headword:
διαπονητότατα
Headword (normalized):
διαπονητότατα
Headword (normalized/stripped):
διαπονητοτατα
IDX:
25600
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-25601
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">διαπον-ητότατα</span>, Adv. Sup., <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">most elaborately,</span> dub. l. in <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0018.tlg001:2:20" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0018.tlg001:2.20/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Id.</span> 2.20 </a>.</div> </div><br><br>'}