Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
διαπολέμησις
διαπολιορκέω
διαπολιτεία
διαπολιτεύομαι
διαπολιτευτής
διαπόλλυμι
διαπομπεύω
διαπομπή
διαπόμπησις
διαπόμπιμος
διαπονδαρίζει
διαπονέω
διαπόνημα
διαπονηρεύομαι
διαπόνησις
διαπονητότατα
διάπονος
διαπόντιος
[διαπο]ντοπλανής
διαπορεία
διαπορεύσιμος
View word page
διαπονδαρίζει
διαπονδαρίζει
(leg.
-πυδ-
)
· διαναβάλλεται, διαναρρίπτεται,
Hsch.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
διαπονδαρίζει
Headword (normalized):
διαπονδαρίζει
Headword (normalized/stripped):
διαπονδαριζει
IDX:
25595
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-25596
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">διαπονδαρίζει</span> (leg. <span class="foreign greek">-πυδ-</span>)<span class="foreign greek">· διαναβάλλεται, διαναρρίπτεται,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}