Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

διαποδίζω
διαποδισμός
διαποζεύγνυμαι
διαποθνῄσκω
διαποιέω
διαποικίλλω
διαποίκιλος
διαποιμαίνω
διαπολεμέω
διαπολέμησις
διαπολιορκέω
διαπολιτεία
διαπολιτεύομαι
διαπολιτευτής
διαπόλλυμι
διαπομπεύω
διαπομπή
διαπόμπησις
διαπόμπιμος
διαπονδαρίζει
διαπονέω
View word page
διαπολιορκέω
διαπολῐορκέω,
A). carry a siege to its conclusion, Th. 3.17 .


ShortDef

to besiege continually, to blockade

Debugging

Headword:
διαπολιορκέω
Headword (normalized):
διαπολιορκέω
Headword (normalized/stripped):
διαπολιορκεω
IDX:
25586
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-25587
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">διαπολῐορκέω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">carry a siege to its conclusion,</span> <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc1:3:17" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc1:3.17/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Th.</span> 3.17 </a>.</div> </div><br><br>'}