Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

διαπνέω
διαπνοή
διάπνοια
διαποδίζω
διαποδισμός
διαποζεύγνυμαι
διαποθνῄσκω
διαποιέω
διαποικίλλω
διαποίκιλος
διαποιμαίνω
διαπολεμέω
διαπολέμησις
διαπολιορκέω
διαπολιτεία
διαπολιτεύομαι
διαπολιτευτής
διαπόλλυμι
διαπομπεύω
διαπομπή
διαπόμπησις
View word page
διαποιμαίνω
διαποιμαίνω,
A). feed: metaph. of educators, βίον Man. 4.419 .


ShortDef

feed

Debugging

Headword:
διαποιμαίνω
Headword (normalized):
διαποιμαίνω
Headword (normalized/stripped):
διαποιμαινω
IDX:
25583
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-25584
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">διαποιμαίνω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">feed</span>: metaph. of educators, <span class="quote greek">βίον</span> <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg2583.tlg001:4:419" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg2583.tlg001:4.419/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Man.</span> 4.419 </a> .</div> </div><br><br>'}