Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

διαπνευστία
διαπνευστικός
διαπνευστός
διαπνέω
διαπνοή
διάπνοια
διαποδίζω
διαποδισμός
διαποζεύγνυμαι
διαποθνῄσκω
διαποιέω
διαποικίλλω
διαποίκιλος
διαποιμαίνω
διαπολεμέω
διαπολέμησις
διαπολιορκέω
διαπολιτεία
διαπολιτεύομαι
διαπολιτευτής
διαπόλλυμι
View word page
διαποιέω
διαποιέω,
A). complete a transaction, BGU 1261.13 (i B.C.), PTheb.Bank 126.4 .


ShortDef

complete a transaction

Debugging

Headword:
διαποιέω
Headword (normalized):
διαποιέω
Headword (normalized/stripped):
διαποιεω
IDX:
25580
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-25581
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">διαποιέω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">complete a transaction</span>, <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">BGU</span> 1261.13 </span> (i B.C.), <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">PTheb.Bank</span> 126.4 </span>.</div> </div><br><br>'}