Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

διαπνεύστας
διαπνευστία
διαπνευστικός
διαπνευστός
διαπνέω
διαπνοή
διάπνοια
διαποδίζω
διαποδισμός
διαποζεύγνυμαι
διαποθνῄσκω
διαποιέω
διαποικίλλω
διαποίκιλος
διαποιμαίνω
διαπολεμέω
διαπολέμησις
διαπολιορκέω
διαπολιτεία
διαπολιτεύομαι
διαπολιτευτής
View word page
διαποθνῄσκω
διαπο-θνῄσκω,
A). keep dying, διαμάχεσθαι καὶ δ. Plb. 16.31.8 .


ShortDef

keep dying

Debugging

Headword:
διαποθνῄσκω
Headword (normalized):
διαποθνῄσκω
Headword (normalized/stripped):
διαποθνησκω
IDX:
25579
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-25580
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">διαπο-θνῄσκω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">keep dying,</span> <span class="quote greek">διαμάχεσθαι καὶ δ.</span> <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0543.tlg001.perseus-grc1:16:31:8" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0543.tlg001.perseus-grc1:16:31:8/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Plb.</span> 16.31.8 </a> .</div> </div><br><br>'}