Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

διαπνείω
διάπνευμα
διάπνευσις
διαπνεύστας
διαπνευστία
διαπνευστικός
διαπνευστός
διαπνέω
διαπνοή
διάπνοια
διαποδίζω
διαποδισμός
διαποζεύγνυμαι
διαποθνῄσκω
διαποιέω
διαποικίλλω
διαποίκιλος
διαποιμαίνω
διαπολεμέω
διαπολέμησις
διαπολιορκέω
View word page
διαποδίζω
διαποδ-ίζω,
A). measure with the foot, Hsch., EM 269.25 .


ShortDef

measure with the foot

Debugging

Headword:
διαποδίζω
Headword (normalized):
διαποδίζω
Headword (normalized/stripped):
διαποδιζω
IDX:
25576
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-25577
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">διαποδ-ίζω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">measure with the foot,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span>, <span class="title" style="font-style: italic;">EM</span> 269.25 </span>.</div> </div><br><br>'}