Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
διάπλοκος
διάπλοος
διάπλουτος
διαπλόω
διαπλύνω
διαπλώω
διαπνείω
διάπνευμα
διάπνευσις
διαπνεύστας
διαπνευστία
διαπνευστικός
διαπνευστός
διαπνέω
διαπνοή
διάπνοια
διαποδίζω
διαποδισμός
διαποζεύγνυμαι
διαποθνῄσκω
διαποιέω
View word page
διαπνευστία
δια-πνευστία
,
ἡ
,
A).
=
διαπνοή
,
Gal.
19.514
.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
διαπνευστία
Headword (normalized):
διαπνευστία
Headword (normalized/stripped):
διαπνευστια
IDX:
25570
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-25571
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">δια-πνευστία</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">διαπνοή</span> , <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Gal.</span> 19.514 </span>.</div> </div><br><br>'}