Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

διαπλόκινος
διάπλοκος
διάπλοος
διάπλουτος
διαπλόω
διαπλύνω
διαπλώω
διαπνείω
διάπνευμα
διάπνευσις
διαπνεύστας
διαπνευστία
διαπνευστικός
διαπνευστός
διαπνέω
διαπνοή
διάπνοια
διαποδίζω
διαποδισμός
διαποζεύγνυμαι
διαποθνῄσκω
View word page
διαπνεύστας
δια-πνεύστας· παραλογιστικός, prob.in Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
διαπνεύστας
Headword (normalized):
διαπνεύστας
Headword (normalized/stripped):
διαπνευστας
IDX:
25569
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-25570
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">δια-πνεύστας·</span> <span class="foreign greek">παραλογιστικός,</span> prob.in <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}