Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
διαπλίσσομαι
διαπλοκή
διαπλόκινος
διάπλοκος
διάπλοος
διάπλουτος
διαπλόω
διαπλύνω
διαπλώω
διαπνείω
διάπνευμα
διάπνευσις
διαπνεύστας
διαπνευστία
διαπνευστικός
διαπνευστός
διαπνέω
διαπνοή
διάπνοια
διαποδίζω
διαποδισμός
View word page
διάπνευμα
διά-πνευμα
,
ατος
,
τό
,
A).
breeze,
dub.l. in
Hp.
Aër.
19
(pl.).
ShortDef
breeze
Debugging
Headword:
διάπνευμα
Headword (normalized):
διάπνευμα
Headword (normalized/stripped):
διαπνευμα
IDX:
25567
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-25568
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">διά-πνευμα</span>, <span class="itype greek">ατος</span>, <span class="gen greek">τό</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">breeze,</span> dub.l. in <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hp.</span> </span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">Aër.</span> <span class="bibl"> 19 </span>(pl.).</div> </div><br><br>'}