Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

διαπλήσσω
διαπλίσσομαι
διαπλοκή
διαπλόκινος
διάπλοκος
διάπλοος
διάπλουτος
διαπλόω
διαπλύνω
διαπλώω
διαπνείω
διάπνευμα
διάπνευσις
διαπνεύστας
διαπνευστία
διαπνευστικός
διαπνευστός
διαπνέω
διαπνοή
διάπνοια
διαποδίζω
View word page
διαπνείω
δια-πνείω, poet. for διαπνέω, Nonn. D. 29.201 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
διαπνείω
Headword (normalized):
διαπνείω
Headword (normalized/stripped):
διαπνειω
IDX:
25566
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-25567
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">δια-πνείω</span>, poet. for <span class="foreign greek">διαπνέω,</span> <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg2045.tlg001.perseus-grc1:29:201" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg2045.tlg001.perseus-grc1:29.201/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Nonn.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">D.</span> 29.201 </a>.</div><br><br>'}