Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

διαπληκτισμός
διαπληρόω
διαπλήσσω
διαπλίσσομαι
διαπλοκή
διαπλόκινος
διάπλοκος
διάπλοος
διάπλουτος
διαπλόω
διαπλύνω
διαπλώω
διαπνείω
διάπνευμα
διάπνευσις
διαπνεύστας
διαπνευστία
διαπνευστικός
διαπνευστός
διαπνέω
διαπνοή
View word page
διαπλύνω
διαπλύνω, strengthd. for πλύνω, Ar. Fr. 686 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
διαπλύνω
Headword (normalized):
διαπλύνω
Headword (normalized/stripped):
διαπλυνω
IDX:
25564
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-25565
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">διαπλύνω</span>, strengthd. for <span class="foreign greek">πλύνω,</span> <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0019.tlg012:686" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0019.tlg012:686/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Ar.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">Fr.</span> 686 </a>.</div><br><br>'}