Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

διαπληκτίζομαι
διαπλήκτισις
διαπληκτισμός
διαπληρόω
διαπλήσσω
διαπλίσσομαι
διαπλοκή
διαπλόκινος
διάπλοκος
διάπλοος
διάπλουτος
διαπλόω
διαπλύνω
διαπλώω
διαπνείω
διάπνευμα
διάπνευσις
διαπνεύστας
διαπνευστία
διαπνευστικός
διαπνευστός
View word page
διάπλουτος
διάπλουτος,
A). = ζάπλουτος (q.v.), EM 407.8 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
διάπλουτος
Headword (normalized):
διάπλουτος
Headword (normalized/stripped):
διαπλουτος
IDX:
25562
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-25563
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">διάπλουτος</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">ζάπλουτος</span> (q.v.), <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg4099.tlg001:407:8" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg4099.tlg001:407.8/canonical-url/"> <span class="title" style="font-style: italic;">EM</span> 407.8 </a>.</div> </div><br><br>'}