Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

διαπλέω
διάπλεως
διαπληκτίζομαι
διαπλήκτισις
διαπληκτισμός
διαπληρόω
διαπλήσσω
διαπλίσσομαι
διαπλοκή
διαπλόκινος
διάπλοκος
διάπλοος
διάπλουτος
διαπλόω
διαπλύνω
διαπλώω
διαπνείω
διάπνευμα
διάπνευσις
διαπνεύστας
διαπνευστία
View word page
διάπλοκος
διά-πλοκος, ον,
A). interwoven, plaited, Hld. 2.3 .


ShortDef

interwoven, plaited

Debugging

Headword:
διάπλοκος
Headword (normalized):
διάπλοκος
Headword (normalized/stripped):
διαπλοκος
IDX:
25560
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-25561
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">διά-πλοκος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">interwoven, plaited,</span> <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0658.tlg001:2:3" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0658.tlg001:2.3/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hld.</span> 2.3 </a>.</div> </div><br><br>'}