Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

διαπλευρισμός
διαπλέω
διάπλεως
διαπληκτίζομαι
διαπλήκτισις
διαπληκτισμός
διαπληρόω
διαπλήσσω
διαπλίσσομαι
διαπλοκή
διαπλόκινος
διάπλοκος
διάπλοος
διάπλουτος
διαπλόω
διαπλύνω
διαπλώω
διαπνείω
διάπνευμα
διάπνευσις
διαπνεύστας
View word page
διαπλόκινος
δια-πλόκινος, ον, = sq.,
A). σκάφιον Str. 17.1.50 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
διαπλόκινος
Headword (normalized):
διαπλόκινος
Headword (normalized/stripped):
διαπλοκινος
IDX:
25559
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-25560
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">δια-πλόκινος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, = sq., <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="quote greek">σκάφιον</span> <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0099.tlg001.perseus-grc1:17:1:50" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0099.tlg001.perseus-grc1:17:1:50/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Str.</span> 17.1.50 </a> .</div> </div><br><br>'}