Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

διαπλασμός
διαπλάσσω
διαπλαστικός
διαπλατύνω
διάπλεγμα
διαπλέκω
διαπλευρισμός
διαπλέω
διάπλεως
διαπληκτίζομαι
διαπλήκτισις
διαπληκτισμός
διαπληρόω
διαπλήσσω
διαπλίσσομαι
διαπλοκή
διαπλόκινος
διάπλοκος
διάπλοος
διάπλουτος
διαπλόω
View word page
διαπλήκτισις
διαπλήκτ-ῐσις, εως, , = sq., Sch. Il. 1.138 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
διαπλήκτισις
Headword (normalized):
διαπλήκτισις
Headword (normalized/stripped):
διαπληκτισις
IDX:
25553
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-25554
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">διαπλήκτ-ῐσις</span>, <span class="itype greek">εως</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, = sq., Sch.<a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0012.tlg001.perseus-grc1:1:138" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0012.tlg001.perseus-grc2:1.138/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Il.</span> 1.138 </a>.</div><br><br>'}