Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

διαπιστέω
διαπλανάω
διάπλασις
διάπλασμα
διαπλασμός
διαπλάσσω
διαπλαστικός
διαπλατύνω
διάπλεγμα
διαπλέκω
διαπλευρισμός
διαπλέω
διάπλεως
διαπληκτίζομαι
διαπλήκτισις
διαπληκτισμός
διαπληρόω
διαπλήσσω
διαπλίσσομαι
διαπλοκή
διαπλόκινος
View word page
διαπλευρισμός
διαπλευρισμός, ,
A). cross-dyke, PLille 1i6 (iii B.C.).


ShortDef

cross-dyke

Debugging

Headword:
διαπλευρισμός
Headword (normalized):
διαπλευρισμός
Headword (normalized/stripped):
διαπλευρισμος
IDX:
25549
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-25550
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">διαπλευρισμός</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">cross-dyke,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">PLille</span> 1i6 </span> (iii B.C.).</div> </div><br><br>'}