Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

διαπίπτω
διαπιστεύω
διαπιστέω
διαπλανάω
διάπλασις
διάπλασμα
διαπλασμός
διαπλάσσω
διαπλαστικός
διαπλατύνω
διάπλεγμα
διαπλέκω
διαπλευρισμός
διαπλέω
διάπλεως
διαπληκτίζομαι
διαπλήκτισις
διαπληκτισμός
διαπληρόω
διαπλήσσω
διαπλίσσομαι
View word page
διάπλεγμα
διάπλεγμα, ατος, τό,
A). woof or web, Eust. 1571.56 .


ShortDef

woof

Debugging

Headword:
διάπλεγμα
Headword (normalized):
διάπλεγμα
Headword (normalized/stripped):
διαπλεγμα
IDX:
25547
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-25548
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">διάπλεγμα</span>, <span class="itype greek">ατος</span>, <span class="gen greek">τό</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">woof</span> or <span class="tr" style="font-weight: bold;">web,</span> <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg4083.tlg001:1571:56" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg4083.tlg001:1571.56/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Eust.</span> 1571.56 </a>.</div> </div><br><br>'}