Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

διαπίδυσις
διαπιέζω
διαπιθανεύομαι
διαπιθηκίζω
διαπικραίνομαι
διάπικρος
διαπίμελος
διαπίμπλημι
διαπίμπρημι
διαπίνω
διαπιπράσκω
διαπίπτω
διαπιστεύω
διαπιστέω
διαπλανάω
διάπλασις
διάπλασμα
διαπλασμός
διαπλάσσω
διαπλαστικός
διαπλατύνω
View word page
διαπιπράσκω
διαπιπράσκω,
A). sell off, PTeb. 5.192 (ii B.C.), etc.; οὐσίαν Plu. Comp. Lys.Sull. 3 .


ShortDef

to sell off

Debugging

Headword:
διαπιπράσκω
Headword (normalized):
διαπιπράσκω
Headword (normalized/stripped):
διαπιπρασκω
IDX:
25536
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-25537
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">διαπιπράσκω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">sell off,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">PTeb.</span> 5.192 </span> (ii B.C.), etc.; <span class="quote greek">οὐσίαν</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Plu.</span> </span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">Comp. Lys.Sull.</span> <span class="bibl"> 3 </span>.</div> </div><br><br>'}