διαπίμπλημι
διαπίμπλημι, aor. inf. -πλῆσαι,
A). fill full, οἰκίας Im. 2.27 ; λόγων τὴν οἰκουμένην VS p.493D. , cf. D. 5.194 ; in early writers in Pass., to be filled with, τινός ; 7.85 to be satiated or tired, διαπεπλησμένος τινός of one, . 1.125