Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

διάπηξις
διαπιαίνω
διαπιδάω
διαπιδύω
διαπίδυσις
διαπιέζω
διαπιθανεύομαι
διαπιθηκίζω
διαπικραίνομαι
διάπικρος
διαπίμελος
διαπίμπλημι
διαπίμπρημι
διαπίνω
διαπιπράσκω
διαπίπτω
διαπιστεύω
διαπιστέω
διαπλανάω
διάπλασις
διάπλασμα
View word page
διαπίμελος
διαπίμελος [ῑ], ον,
A). obese, adipose, Ruf. Onom. 175 .


ShortDef

obese, adipose

Debugging

Headword:
διαπίμελος
Headword (normalized):
διαπίμελος
Headword (normalized/stripped):
διαπιμελος
IDX:
25532
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-25533
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">διαπίμελος</span> <span class="pron greek">[ῑ]</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">obese, adipose,</span> <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0564.tlg003:175" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0564.tlg003:175/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Ruf.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">Onom.</span> 175 </a>.</div> </div><br><br>'}