Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
διαπηνηκίζω
διάπηξ
διάπηξις
διαπιαίνω
διαπιδάω
διαπιδύω
διαπίδυσις
διαπιέζω
διαπιθανεύομαι
διαπιθηκίζω
διαπικραίνομαι
διάπικρος
διαπίμελος
διαπίμπλημι
διαπίμπρημι
διαπίνω
διαπιπράσκω
διαπίπτω
διαπιστεύω
διαπιστέω
διαπλανάω
View word page
διαπικραίνομαι
διαπικραίνομαι
, Pass.,
A).
to be greatly embittered,
πρός τινα
Plu.
2.457a
.
ShortDef
to be greatly embittered
Debugging
Headword:
διαπικραίνομαι
Headword (normalized):
διαπικραίνομαι
Headword (normalized/stripped):
διαπικραινομαι
IDX:
25530
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-25531
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">διαπικραίνομαι</span>, Pass., <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">to be greatly embittered,</span> <span class="quote greek">πρός τινα</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Plu.</span> 2.457a </span> .</div> </div><br><br>'}