Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

διαπήδησις
διαπηνηκίζω
διάπηξ
διάπηξις
διαπιαίνω
διαπιδάω
διαπιδύω
διαπίδυσις
διαπιέζω
διαπιθανεύομαι
διαπιθηκίζω
διαπικραίνομαι
διάπικρος
διαπίμελος
διαπίμπλημι
διαπίμπρημι
διαπίνω
διαπιπράσκω
διαπίπτω
διαπιστεύω
διαπιστέω
View word page
διαπιθηκίζω
διαπῐθηκίζω, strengthd. for πιθηκίζω, EM 269.38 , Suid.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
διαπιθηκίζω
Headword (normalized):
διαπιθηκίζω
Headword (normalized/stripped):
διαπιθηκιζω
IDX:
25529
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-25530
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">διαπῐθηκίζω</span>, strengthd. for <span class="foreign greek">πιθηκίζω,</span> <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg4099.tlg001:269:38" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg4099.tlg001:269.38/canonical-url/"> <span class="title" style="font-style: italic;">EM</span> 269.38 </a>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Suid.</span> </span> </div><br><br>'}