Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
διαπέρχομαι
διαπετάννυμι
διαπέτεια
διαπετής
διαπέτομαι
διαπεττεύω
διαπέττω
διαπεύθομαι
διαπέφλοιδεν
διάπηγα
διαπήγιον
διάπηγμα
διαπηγμάτιον
διαπήγνυμι
διαπηδάω
διαπήδησις
διαπηνηκίζω
διάπηξ
διάπηξις
διαπιαίνω
διαπιδάω
View word page
διαπήγιον
δια-πήγιον
,
τό
, = sq.,
BGU
781 iii8
(i A.D.).
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
διαπήγιον
Headword (normalized):
διαπήγιον
Headword (normalized/stripped):
διαπηγιον
IDX:
25514
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-25515
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">δια-πήγιον</span>, <span class="gen greek">τό</span>, = sq., <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">BGU</span> 781 iii8 </span> (i A.D.).</div><br><br>'}