Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

διαπεριπατέω
διαπερονάω
διαπέρχομαι
διαπετάννυμι
διαπέτεια
διαπετής
διαπέτομαι
διαπεττεύω
διαπέττω
διαπεύθομαι
διαπέφλοιδεν
διάπηγα
διαπήγιον
διάπηγμα
διαπηγμάτιον
διαπήγνυμι
διαπηδάω
διαπήδησις
διαπηνηκίζω
διάπηξ
διάπηξις
View word page
διαπέφλοιδεν
διαπέφλοιδεν· διακέχυται, and διαπέφρυδεν· χαίρει, διακέχυται, Hsch. διαπεφρυκέναι· διεσκέφθαι, καὶ καθεωρακέναι, Id.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
διαπέφλοιδεν
Headword (normalized):
διαπέφλοιδεν
Headword (normalized/stripped):
διαπεφλοιδεν
IDX:
25512
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-25513
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">διαπέφλοιδεν·</span> <span class="foreign greek">διακέχυται,</span> and <span class="orth greek">διαπέφρυδεν·</span> <span class="foreign greek">χαίρει, διακέχυται,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> <span class="orth greek">διαπεφρυκέναι·</span> <span class="foreign greek">διεσκέφθαι, καὶ καθεωρακέναι,</span> Id.</div><br><br>'}