Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

διαπεραντέον
διαπεράσιμος
διαπεράω
διαπερδικίζω
διαπέρθω
διαπεριπατέω
διαπερονάω
διαπέρχομαι
διαπετάννυμι
διαπέτεια
διαπετής
διαπέτομαι
διαπεττεύω
διαπέττω
διαπεύθομαι
διαπέφλοιδεν
διάπηγα
διαπήγιον
διάπηγμα
διαπηγμάτιον
διαπήγνυμι
View word page
διαπετής
διαπετής, ές,
A). spread out, unfolded, open, Hp. Cord. 10 .


ShortDef

spread out, unfolded, open

Debugging

Headword:
διαπετής
Headword (normalized):
διαπετής
Headword (normalized/stripped):
διαπετης
IDX:
25507
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-25508
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">διαπετής</span>, <span class="itype greek">ές</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">spread out, unfolded, open,</span> <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0627.tlg045:10" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0627.tlg045:10/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hp.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">Cord.</span> 10 </a>.</div> </div><br><br>'}