Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

διαπέραμα
διαπεραντέον
διαπεράσιμος
διαπεράω
διαπερδικίζω
διαπέρθω
διαπεριπατέω
διαπερονάω
διαπέρχομαι
διαπετάννυμι
διαπέτεια
διαπετής
διαπέτομαι
διαπεττεύω
διαπέττω
διαπεύθομαι
διαπέφλοιδεν
διάπηγα
διαπήγιον
διάπηγμα
διαπηγμάτιον
View word page
διαπέτεια
διαπέτεια, ,
A). opening, πόρων Eust. 1842.48 .


ShortDef

opening

Debugging

Headword:
διαπέτεια
Headword (normalized):
διαπέτεια
Headword (normalized/stripped):
διαπετεια
IDX:
25506
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-25507
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">διαπέτεια</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">opening,</span> <span class="quote greek">πόρων</span> <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg4083.tlg001:1842:48" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg4083.tlg001:1842.48/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Eust.</span> 1842.48 </a> .</div> </div><br><br>'}