Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

διαπενθέω
διαπενταθλέω
διαπεπονημένως
διαπεραίνω
διαπεραιόω
διαπεραίωσις
διαπέραμα
διαπεραντέον
διαπεράσιμος
διαπεράω
διαπερδικίζω
διαπέρθω
διαπεριπατέω
διαπερονάω
διαπέρχομαι
διαπετάννυμι
διαπέτεια
διαπετής
διαπέτομαι
διαπεττεύω
διαπέττω
View word page
διαπερδικίζω
διαπερδῑκίζω,
A). slip through like a partridge, Com.Adesp. 87 .


ShortDef

slip through like a partridge

Debugging

Headword:
διαπερδικίζω
Headword (normalized):
διαπερδικίζω
Headword (normalized/stripped):
διαπερδικιζω
IDX:
25500
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-25501
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">διαπερδῑκίζω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">slip through like a partridge,</span> <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0408.tlg001:87" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0408.tlg001:87/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Com.Adesp.</span> 87 </a>.</div> </div><br><br>'}