Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

διαπειραίνω
διαπειράομαι
διαπείρω
διάπεισμα
διαπελάζω
διάπεμπτος
διαπέμπω
διάπεμψις
διαπενθέω
διαπενταθλέω
διαπεπονημένως
διαπεραίνω
διαπεραιόω
διαπεραίωσις
διαπέραμα
διαπεραντέον
διαπεράσιμος
διαπεράω
διαπερδικίζω
διαπέρθω
διαπεριπατέω
View word page
διαπεπονημένως
διαπεπονημένως, Adv.,(διαπονέω)
A). elaborately, Isoc. Ep. 6.6 .


ShortDef

elaborately

Debugging

Headword:
διαπεπονημένως
Headword (normalized):
διαπεπονημένως
Headword (normalized/stripped):
διαπεπονημενως
IDX:
25492
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-25493
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">διαπεπονημένως</span>, Adv.,(<span class="etym greek">διαπονέω</span>) <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">elaborately,</span> <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0010.tlg023.perseus-grc1:6" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0010.tlg023.perseus-grc1:6/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Isoc.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">Ep.</span> 6.6 </a>.</div> </div><br><br>'}